- εξάδερφος
- ο , εξάδέρφη η см. εξάδελφος, εξαδέλφη
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Έσα ντε Κεϊρόζ, Χοσέ Μαρία — (José Maria Εçαde Queiroz, Πόβοα ντε Βαρζίμ 1845 – Παρίσι 1900). Πορτογάλος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του πορτογαλικού ρεαλισμού. Σπούδασε νομικά, αναγορεύθηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα… … Dictionary of Greek
εξαδέρφη — η θηλ. του εξάδερφος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)